- δύσδαμαρ
- δύσδαμαρ(-ρτος), ο (Α)αυτός που έχει κακή σύζυγο, που ατύχησε στον γάμο του.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσδάμαρτος — δύσδαμαρ ill wedded masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)